Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξονυχισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξονυχισμέν
ος
η
εξονυχισμέν
η
το
εξονυχισμέν
ο
γενική
του
εξονυχισμέν
ου
της
εξονυχισμέν
ης
του
εξονυχισμέν
ου
αιτιατική
τον
εξονυχισμέν
ο
την
εξονυχισμέν
η
το
εξονυχισμέν
ο
κλητική
εξονυχισμέν
ε
εξονυχισμέν
η
εξονυχισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξονυχισμέν
οι
οι
εξονυχισμέν
ες
τα
εξονυχισμέν
α
γενική
των
εξονυχισμέν
ων
των
εξονυχισμέν
ων
των
εξονυχισμέν
ων
αιτιατική
τους
εξονυχισμέν
ους
τις
εξονυχισμέν
ες
τα
εξονυχισμέν
α
κλητική
εξονυχισμέν
οι
εξονυχισμέν
ες
εξονυχισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εξονυχισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξονυχίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξονυχισμένος