Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξιστορημένος η εξιστορημένη το εξιστορημένο
      γενική του εξιστορημένου της εξιστορημένης του εξιστορημένου
    αιτιατική τον εξιστορημένο την εξιστορημένη το εξιστορημένο
     κλητική εξιστορημένε εξιστορημένη εξιστορημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξιστορημένοι οι εξιστορημένες τα εξιστορημένα
      γενική των εξιστορημένων των εξιστορημένων των εξιστορημένων
    αιτιατική τους εξιστορημένους τις εξιστορημένες τα εξιστορημένα
     κλητική εξιστορημένοι εξιστορημένες εξιστορημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξιστορημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξιστορώ

  Μετοχή επεξεργασία

εξιστορημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξιστορώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία