εξιστορημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξιστορημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξιστορώ
Μετοχή επεξεργασία
εξιστορημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εξιστορώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξιστορημένος
|
εξιστορημένος, -η, -ο
|