Δείτε επίσης: ἐξερευνητικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξερευνητικός η εξερευνητική το εξερευνητικό
      γενική του εξερευνητικού της εξερευνητικής του εξερευνητικού
    αιτιατική τον εξερευνητικό την εξερευνητική το εξερευνητικό
     κλητική εξερευνητικέ εξερευνητική εξερευνητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξερευνητικοί οι εξερευνητικές τα εξερευνητικά
      γενική των εξερευνητικών των εξερευνητικών των εξερευνητικών
    αιτιατική τους εξερευνητικούς τις εξερευνητικές τα εξερευνητικά
     κλητική εξερευνητικοί εξερευνητικές εξερευνητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξερευνητικός < ελληνιστική κοινή ἐξερευνητικός

  Επίθετο

επεξεργασία

εξερευνητικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με εξερεύνηση, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτή
    ※  εξερευνητική αποστολή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία