εξερευνητικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξερευνητικά < εξερευνητικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
εξερευνητικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξερευνητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εξερευνητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξερευνητικό