Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξατομικεύσιμος η εξατομικεύσιμη το εξατομικεύσιμο
      γενική του εξατομικεύσιμου της εξατομικεύσιμης του εξατομικεύσιμου
    αιτιατική τον εξατομικεύσιμο την εξατομικεύσιμη το εξατομικεύσιμο
     κλητική εξατομικεύσιμε εξατομικεύσιμη εξατομικεύσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξατομικεύσιμοι οι εξατομικεύσιμες τα εξατομικεύσιμα
      γενική των εξατομικεύσιμων των εξατομικεύσιμων των εξατομικεύσιμων
    αιτιατική τους εξατομικεύσιμους τις εξατομικεύσιμες τα εξατομικεύσιμα
     κλητική εξατομικεύσιμοι εξατομικεύσιμες εξατομικεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξατομικεύσιμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

εξατομικεύσιμος, -η, -ο

  1. που μπορεί να εξατομικευτει
  2. (λογιστική) εξατομικεύσιμο: περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να αναγνωριστεί και να διαχωριστεί από τα υπόλοιπα ως ανεξάρτητο, ώστε να μπορεί να μεταβιβαστεί, πωληθεί, κλπ. Συνήθως ο όρος έχει σχέση με τα ασώματα (άυλα) πάγια.
    η καλή φήμη μια εταιρίας είναι ένα μη εξατομικεύσιμο περιουσιακό στοιχείο και γιαυτό δεν μπορεί να πωληθεί ξεχωριστά

  Μεταφράσεις επεξεργασία