εξατομικεύσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξατομικεύσιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
εξατομικεύσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να εξατομικευτει
- (λογιστική) εξατομικεύσιμο: περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να αναγνωριστεί και να διαχωριστεί από τα υπόλοιπα ως ανεξάρτητο, ώστε να μπορεί να μεταβιβαστεί, πωληθεί, κλπ. Συνήθως ο όρος έχει σχέση με τα ασώματα (άυλα) πάγια.
- ↪ η καλή φήμη μια εταιρίας είναι ένα μη εξατομικεύσιμο περιουσιακό στοιχείο και γιαυτό δεν μπορεί να πωληθεί ξεχωριστά
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξατομικεύσιμος
|