ασώματο πάγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
ασώματο πάγιο
- (λογιστική) το πάγιο που δεν έχει φυσική υπόσταση (ευρεσιτεχνία, δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. κλπ.)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασώματο πάγιο