Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άυλο πάγιο < → δείτε τις λέξεις άυλος και πάγιο

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

άυλο πάγιο