ασώματη ακινητοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασώματη ακινητοποίηση < → δείτε τις λέξεις ασώματος και ακινητοποίηση
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαασώματη ακινητοποίηση
- (λογιστική) συνώνυμο του ασώματο πάγιο
ασώματη ακινητοποίηση