↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαρχαϊσμένος η εξαρχαϊσμένη το εξαρχαϊσμένο
      γενική του εξαρχαϊσμένου της εξαρχαϊσμένης του εξαρχαϊσμένου
    αιτιατική τον εξαρχαϊσμένο την εξαρχαϊσμένη το εξαρχαϊσμένο
     κλητική εξαρχαϊσμένε εξαρχαϊσμένη εξαρχαϊσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαρχαϊσμένοι οι εξαρχαϊσμένες τα εξαρχαϊσμένα
      γενική των εξαρχαϊσμένων των εξαρχαϊσμένων των εξαρχαϊσμένων
    αιτιατική τους εξαρχαϊσμένους τις εξαρχαϊσμένες τα εξαρχαϊσμένα
     κλητική εξαρχαϊσμένοι εξαρχαϊσμένες εξαρχαϊσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαρχαϊσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαρχαΐζω

εξαρχαϊσμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξαρχαΐζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία