Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαρχαΐζω < εξ- + αρχαίος + -ίζω

εξαρχαΐζω (παθητική φωνή: εξαρχαΐζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία