↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εξαρτησιολόγος οι εξαρτησιολόγοι
      γενική του/της εξαρτησιολόγου των εξαρτησιολόγων
    αιτιατική τον/την εξαρτησιολόγο τους/τις εξαρτησιολόγους
     κλητική εξαρτησιολόγε εξαρτησιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαρτησιολόγος < εξάρτησ(η) + -ο- + -λόγος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksaɾ.ti.si.oˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξαρ‐τη‐σι‐ο‐λό‐γος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξαρτησιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία