Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαμερικανισμένος η εξαμερικανισμένη το εξαμερικανισμένο
      γενική του εξαμερικανισμένου της εξαμερικανισμένης του εξαμερικανισμένου
    αιτιατική τον εξαμερικανισμένο την εξαμερικανισμένη το εξαμερικανισμένο
     κλητική εξαμερικανισμένε εξαμερικανισμένη εξαμερικανισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαμερικανισμένοι οι εξαμερικανισμένες τα εξαμερικανισμένα
      γενική των εξαμερικανισμένων των εξαμερικανισμένων των εξαμερικανισμένων
    αιτιατική τους εξαμερικανισμένους τις εξαμερικανισμένες τα εξαμερικανισμένα
     κλητική εξαμερικανισμένοι εξαμερικανισμένες εξαμερικανισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksa.me.ɾi.ka.niˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξα‐με‐ρι‐κα‐νι‐σμέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

εξαμερικανισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • εξαμερικανισμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)