↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαλειμμένος η εξαλειμμένη το εξαλειμμένο
      γενική του εξαλειμμένου της εξαλειμμένης του εξαλειμμένου
    αιτιατική τον εξαλειμμένο την εξαλειμμένη το εξαλειμμένο
     κλητική εξαλειμμένε εξαλειμμένη εξαλειμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαλειμμένοι οι εξαλειμμένες τα εξαλειμμένα
      γενική των εξαλειμμένων των εξαλειμμένων των εξαλειμμένων
    αιτιατική τους εξαλειμμένους τις εξαλειμμένες τα εξαλειμμένα
     κλητική εξαλειμμένοι εξαλειμμένες εξαλειμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαλειμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαλείφω

εξαλειμμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξαλείφω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία