εξακοντισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξακοντισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξακοντίζω
Μετοχή επεξεργασία
εξακοντισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εξακοντίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξακοντισμένος
|
εξακοντισμένος, -η, -ο
|