εξαερισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαερισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαερίζω
Μετοχή
επεξεργασίαεξαερισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εξαερίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαερισμένος
|
εξαερισμένος, -η, -ο
|