εξάφωνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξάφωνος | η | εξάφωνη | το | εξάφωνο |
γενική | του | εξάφωνου | της | εξάφωνης | του | εξάφωνου |
αιτιατική | τον | εξάφωνο | την | εξάφωνη | το | εξάφωνο |
κλητική | εξάφωνε | εξάφωνη | εξάφωνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξάφωνοι | οι | εξάφωνες | τα | εξάφωνα |
γενική | των | εξάφωνων | των | εξάφωνων | των | εξάφωνων |
αιτιατική | τους | εξάφωνους | τις | εξάφωνες | τα | εξάφωνα |
κλητική | εξάφωνοι | εξάφωνες | εξάφωνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈksa.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξά‐φω‐νος
Επίθετο επεξεργασία
εξάφωνος, -η, -ο
- (μουσική) που τραγουδιέται / αποδίδεται από έξι φωνές
- ※ Εξάφωνος κανόνας που γράφτηκε το β´ μισό του 13ου αιώνα και είναι το παλαιότερο κομμάτι κοσμικής. μουσικής που έχει βρεθεί
- Κώστας Μόσχος, Μαριέττα Κανδυλάκη, Μιχάλης Τόμπλερ, Ανθολόγιο Μουσικών Κειμένων, Α΄, Β΄, Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, Βιβλίο Εκπαιδευτικού, Υπουργείο Παιδείας, Ερευνών και Θρησκευμάτων, Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, ISBN 978-960-06-2693-3 @ebooks.edu.gr
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξάφωνος
|