Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενύπαρκτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενύπαρκτ
ος
η
ενύπαρκτ
η
το
ενύπαρκτ
ο
γενική
του
ενύπαρκτ
ου
της
ενύπαρκτ
ης
του
ενύπαρκτ
ου
αιτιατική
τον
ενύπαρκτ
ο
την
ενύπαρκτ
η
το
ενύπαρκτ
ο
κλητική
ενύπαρκτ
ε
ενύπαρκτ
η
ενύπαρκτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενύπαρκτ
οι
οι
ενύπαρκτ
ες
τα
ενύπαρκτ
α
γενική
των
ενύπαρκτ
ων
των
ενύπαρκτ
ων
των
ενύπαρκτ
ων
αιτιατική
τους
ενύπαρκτ
ους
τις
ενύπαρκτ
ες
τα
ενύπαρκτ
α
κλητική
ενύπαρκτ
οι
ενύπαρκτ
ες
ενύπαρκτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενύπαρκτος
<
ενυπάρχω
+
-τος
<
αρχαία ελληνική
ἐνυπάρχω
<
ὑπάρχω
<
ἄρχω
Επίθετο
επεξεργασία
ενύπαρκτος, -η, -ο
που
ενυπάρχει
υπαρκτός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ενυπάρχω
και
υπάρχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενύπαρκτος