ενωμοτία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενωμοτία < αρχαία ελληνική ἐνωμοτία < ἐνώμοτος + -ία < ὄμνυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενωμοτία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος, παρωχημένο) μικρή στρατιωτική ομάδα, η μικρότερη υποδιαίρεση
- (παρωχημένο) προσκοπική ομάδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενωμοτία
|