Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐνωμοτί αἱ ἐνωμοτίαι
      γενική τῆς ἐνωμοτίᾱς τῶν ἐνωμοτιῶν
      δοτική τῇ ἐνωμοτί ταῖς ἐνωμοτίαις
    αιτιατική τὴν ἐνωμοτίᾱν τὰς ἐνωμοτίᾱς
     κλητική ! ἐνωμοτί ἐνωμοτίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐνωμοτί
γεν-δοτ τοῖν  ἐνωμοτίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐνωμοτία < ἐνώμοτος + -ία < ὄμνυμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐνωμοτία θηλυκό

  1. (ιστορία) (στρατιωτικός όρος) (αρχαία Σπάρτη) ομάδα ορκισμένων στρατιωτών
  2. (ελληνιστική κοινή) (ιστορία) (στρατιωτικός όρος) λόχος
  3. (ελληνιστική κοινή) (ιστορία) (στρατιωτικός όρος) το ένα τέταρτο του λόχου

Συγγενικά επεξεργασία