Δείτε επίσης: ενωμοτάρχης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐνωμοτάρχης οἱ ἐνωμοτάρχαι
      γενική τοῦ ἐνωμοτάρχου τῶν ἐνωμοταρχῶν
      δοτική τῷ ἐνωμοτάρχ τοῖς ἐνωμοτάρχαις
    αιτιατική τὸν ἐνωμοτάρχην τοὺς ἐνωμοτάρχᾱς
     κλητική ! ἐνωμοτάρχ ἐνωμοτάρχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐνωμοτάρχ
γεν-δοτ τοῖν  ἐνωμοτάρχαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐνωμοτάρχης < ἐνωμοτία (< ἐνώμοτος < ὄμνυμι) + -άρχης (< ἄρχω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐνωμοτάρχης

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία