ἐνωμοτάρχης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐνωμοτάρχης | οἱ | ἐνωμοτάρχαι |
γενική | τοῦ | ἐνωμοτάρχου | τῶν | ἐνωμοταρχῶν |
δοτική | τῷ | ἐνωμοτάρχῃ | τοῖς | ἐνωμοτάρχαις |
αιτιατική | τὸν | ἐνωμοτάρχην | τοὺς | ἐνωμοτάρχᾱς |
κλητική ὦ! | ἐνωμοτάρχᾰ | ἐνωμοτάρχαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐνωμοτάρχᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐνωμοτάρχαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἐνωμοτάρχης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐνωμοτάρχης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐνωμοτάρχης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.