εντυπωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εντυπωτικός
- που έχει σχέση με κάποια εντύπωση ή εντυπώνεται στην αντίληψη ή τη μνήμη κάποιου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εντυπωτικός
|
Δείτε επίσης : εκτυπωτικός |
εντυπωτικός
|