Δείτε επίσης: εκτυπωτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντυπωτικός η εντυπωτική το εντυπωτικό
      γενική του εντυπωτικού της εντυπωτικής του εντυπωτικού
    αιτιατική τον εντυπωτικό την εντυπωτική το εντυπωτικό
     κλητική εντυπωτικέ εντυπωτική εντυπωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντυπωτικοί οι εντυπωτικές τα εντυπωτικά
      γενική των εντυπωτικών των εντυπωτικών των εντυπωτικών
    αιτιατική τους εντυπωτικούς τις εντυπωτικές τα εντυπωτικά
     κλητική εντυπωτικοί εντυπωτικές εντυπωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντυπωτικός < εντυπώνω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

εντυπωτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία