Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενοίκηση οι ενοικήσεις
      γενική της ενοίκησης* των ενοικήσεων
    αιτιατική την ενοίκηση τις ενοικήσεις
     κλητική ενοίκηση ενοικήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενοικήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενοίκηση < ελληνιστική κοινή ἐνοίκησις < αρχαία ελληνική ἐνοικέω / ἐνοικῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενοίκηση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία