Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐνοικέω < ἐν και οἰκέω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐνοικέω

  1. κατοικώ
  2. είμαι παρών (π.χ. σε συνέλευση)

Δείτε επίσης επεξεργασία