Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενεργημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενεργημέν
ος
η
ενεργημέν
η
το
ενεργημέν
ο
γενική
του
ενεργημέν
ου
της
ενεργημέν
ης
του
ενεργημέν
ου
αιτιατική
τον
ενεργημέν
ο
την
ενεργημέν
η
το
ενεργημέν
ο
κλητική
ενεργημέν
ε
ενεργημέν
η
ενεργημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενεργημέν
οι
οι
ενεργημέν
ες
τα
ενεργημέν
α
γενική
των
ενεργημέν
ων
των
ενεργημέν
ων
των
ενεργημέν
ων
αιτιατική
τους
ενεργημέν
ους
τις
ενεργημέν
ες
τα
ενεργημέν
α
κλητική
ενεργημέν
οι
ενεργημέν
ες
ενεργημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενεργημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ενεργώ
Μετοχή
επεξεργασία
ενεργημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ενεργώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενεργημένος