ενδυματολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδυματολογικός < ένδυμα, ενδυματικός + -ο- + -λογικός
Επίθετο
επεξεργασίαενδυματολογικός
- ενδυματικός· που αφορά τον ρουχισμό (άμεσα)
- που αφορά την ενδυματολογία (έμμεσα τα ρούχα και άμεσα αναλύσεις για τον ρουχισμό)