Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενδυματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενδυματικ
ός
η
ενδυματικ
ή
το
ενδυματικ
ό
γενική
του
ενδυματικ
ού
της
ενδυματικ
ής
του
ενδυματικ
ού
αιτιατική
τον
ενδυματικ
ό
την
ενδυματικ
ή
το
ενδυματικ
ό
κλητική
ενδυματικ
έ
ενδυματικ
ή
ενδυματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενδυματικ
οί
οι
ενδυματικ
ές
τα
ενδυματικ
ά
γενική
των
ενδυματικ
ών
των
ενδυματικ
ών
των
ενδυματικ
ών
αιτιατική
τους
ενδυματικ
ούς
τις
ενδυματικ
ές
τα
ενδυματικ
ά
κλητική
ενδυματικ
οί
ενδυματικ
ές
ενδυματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενδυματικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ενδυματικός
που αφορά το ντύσιμο/τον ρουχισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενδυματικός
αγγλικά
:
sartorial
(en)