Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ενδοκρινολόγος οι ενδοκρινολόγοι
      γενική του/της ενδοκρινολόγου των ενδοκρινολόγων
    αιτιατική τον/την ενδοκρινολόγο τους/τις ενδοκρινολόγους
     κλητική ενδοκρινολόγε ενδοκρινολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδοκρινολόγος < ενδοκριν(ής) + -ο- + -λόγος ( < λέγω) λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική endocrinologist[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενδοκρινολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (ιατρική, επάγγελμα) γιατρός που ασχολείται με ασθένειες που επηρεάζουν τους ενδοκρινείς αδένες και γνωρίζει πώς να αντιμετωπίζει καταστάσεις που συχνά είναι σύνθετες και περιλαμβάνουν πολλά συστήματα και σχηματισμούς του ανθρώπινου οργανισμού.
    Ο παθολόγος παραπέμπει τους ασθενείς σε ένα ενδοκρινολόγο, όταν υπάρχει πρόβλημα με το ενδοκρινικό σύστημα.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία