Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοβρογχικός η ενδοβρογχική το ενδοβρογχικό
      γενική του ενδοβρογχικού της ενδοβρογχικής του ενδοβρογχικού
    αιτιατική τον ενδοβρογχικό την ενδοβρογχική το ενδοβρογχικό
     κλητική ενδοβρογχικέ ενδοβρογχική ενδοβρογχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοβρογχικοί οι ενδοβρογχικές τα ενδοβρογχικά
      γενική των ενδοβρογχικών των ενδοβρογχικών των ενδοβρογχικών
    αιτιατική τους ενδοβρογχικούς τις ενδοβρογχικές τα ενδοβρογχικά
     κλητική ενδοβρογχικοί ενδοβρογχικές ενδοβρογχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδοβρογχικός < ενδο- + βρογχικός

  Επίθετο επεξεργασία

ενδοβρογχικός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία