Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενδοβρογχικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Πολυλεκτικοί όροι
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενδοβρογχικ
ός
η
ενδοβρογχικ
ή
το
ενδοβρογχικ
ό
γενική
του
ενδοβρογχικ
ού
της
ενδοβρογχικ
ής
του
ενδοβρογχικ
ού
αιτιατική
τον
ενδοβρογχικ
ό
την
ενδοβρογχικ
ή
το
ενδοβρογχικ
ό
κλητική
ενδοβρογχικ
έ
ενδοβρογχικ
ή
ενδοβρογχικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενδοβρογχικ
οί
οι
ενδοβρογχικ
ές
τα
ενδοβρογχικ
ά
γενική
των
ενδοβρογχικ
ών
των
ενδοβρογχικ
ών
των
ενδοβρογχικ
ών
αιτιατική
τους
ενδοβρογχικ
ούς
τις
ενδοβρογχικ
ές
τα
ενδοβρογχικ
ά
κλητική
ενδοβρογχικ
οί
ενδοβρογχικ
ές
ενδοβρογχικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενδοβρογχικός
<
ενδο-
+
βρογχικός
Επίθετο
επεξεργασία
ενδοβρογχικός, -ή, -ό
(
ανατομία
) που υπάρχει
μέσα
στους
βρόγχους
ή αναφέρεται σ’ αυτή την
περιοχή
Αντώνυμα
επεξεργασία
εξωβρογχικός
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
ενδοβρογχικός
υπέρηχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενδοβρογχικός