Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδικοφανής η ενδικοφανής το ενδικοφανές
      γενική του ενδικοφανούς* της ενδικοφανούς του ενδικοφανούς
    αιτιατική τον ενδικοφανή την ενδικοφανή το ενδικοφανές
     κλητική ενδικοφανή(ς) ενδικοφανής ενδικοφανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδικοφανείς οι ενδικοφανείς τα ενδικοφανή
      γενική των ενδικοφανών των ενδικοφανών των ενδικοφανών
    αιτιατική τους ενδικοφανείς τις ενδικοφανείς τα ενδικοφανή
     κλητική ενδικοφανείς ενδικοφανείς ενδικοφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδικοφανής < ένδικος + -ο- + -φανής

  Επίθετο επεξεργασία

ενδικοφανής

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία