ενδεχομενικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδεχομενικός < ενδεχόμενος + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαενδεχομενικός
- (λόγιο) που ενδέχεται να συμβαίνει κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενδεχομενικός
|