ενασχολημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενασχολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενασχολούμαι
Μετοχή επεξεργασία
ενασχολημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ενασχολούμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενασχολημένος
|
ενασχολημένος, -η, -ο
|