εμπορευματογνωσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμπορευματογνωσία θηλυκό
- (νεολογισμός) η ενδελεχής γνώση των εμπορευμάτων ή των προϊόντων, της διαθεσιμότητας, της τιμής τους κ.λπ.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμπορευματογνωσία
|