Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμπορευματογνωσία οι εμπορευματογνωσίες
      γενική της εμπορευματογνωσίας των εμπορευματογνωσιών
    αιτιατική την εμπορευματογνωσία τις εμπορευματογνωσίες
     κλητική εμπορευματογνωσία εμπορευματογνωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπορευματογνωσία < εμπόρευμα + -ο- + -γνωσία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική commodity knowledge)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμπορευματογνωσία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία