Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμπορευματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εμπορευματικ
ός
η
εμπορευματικ
ή
το
εμπορευματικ
ό
γενική
του
εμπορευματικ
ού
της
εμπορευματικ
ής
του
εμπορευματικ
ού
αιτιατική
τον
εμπορευματικ
ό
την
εμπορευματικ
ή
το
εμπορευματικ
ό
κλητική
εμπορευματικ
έ
εμπορευματικ
ή
εμπορευματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εμπορευματικ
οί
οι
εμπορευματικ
ές
τα
εμπορευματικ
ά
γενική
των
εμπορευματικ
ών
των
εμπορευματικ
ών
των
εμπορευματικ
ών
αιτιατική
τους
εμπορευματικ
ούς
τις
εμπορευματικ
ές
τα
εμπορευματικ
ά
κλητική
εμπορευματικ
οί
εμπορευματικ
ές
εμπορευματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμπορευματικός
<
εμπόρευμα
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
εμπορευματικός
που έχει
σχέση
με
εμπόρευμα
, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
εμπόρευμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμπορευματικός
αγγλικά
:
commercial
(en)
γαλλικά
:
commercial
(fr)
, de
marchandise
(fr)