εμπνοή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμπνοή | οι | εμπνοές |
γενική | της | εμπνοής | των | εμπνοών |
αιτιατική | την | εμπνοή | τις | εμπνοές |
κλητική | εμπνοή | εμπνοές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπνοή < ελληνιστική κοινή ἐμπνοή < αρχαία ελληνική ἐμπνέω < ἐν + πνέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμπνοή θηλυκό