Δείτε επίσης: εμπνοή

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐμπνοή αἱ ἐμπνοαί
      γενική τῆς ἐμπνοῆς τῶν ἐμπνοῶν
      δοτική τῇ ἐμπνο ταῖς ἐμπνοαῖς
    αιτιατική τὴν ἐμπνοήν τὰς ἐμπνοᾱ́ς
     κλητική ! ἐμπνοή ἐμπνοαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐμπνοᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐμπνοαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐμπνοή < αρχαία ελληνική ἐμπνέω < ἐν (ἐμ-) + πνέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐμπνοή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία