Δείτε επίσης: εμπνέω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐμπνέω < (ἐν-) ἐμ- + πνέω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐμπνέω

  1. φυσώ μέσα
  2. φυσώ πάνω
  3. αναπνέω
  4. εισπνέω
  5. αναδίδω, αποπνέω
  6. παίζω πνευστό μουσικό όργανο
  7. (μεταφορικά) εμφυσώ, εμπνέω

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία