Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμπηκτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εμπηκτικ
ός
η
εμπηκτικ
ή
το
εμπηκτικ
ό
γενική
του
εμπηκτικ
ού
της
εμπηκτικ
ής
του
εμπηκτικ
ού
αιτιατική
τον
εμπηκτικ
ό
την
εμπηκτικ
ή
το
εμπηκτικ
ό
κλητική
εμπηκτικ
έ
εμπηκτικ
ή
εμπηκτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εμπηκτικ
οί
οι
εμπηκτικ
ές
τα
εμπηκτικ
ά
γενική
των
εμπηκτικ
ών
των
εμπηκτικ
ών
των
εμπηκτικ
ών
αιτιατική
τους
εμπηκτικ
ούς
τις
εμπηκτικ
ές
τα
εμπηκτικ
ά
κλητική
εμπηκτικ
οί
εμπηκτικ
ές
εμπηκτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμπηκτικός
<
αρχαία ελληνική
ἐμπήκτης
+
-ικός
<
πήγνυμι
Επίθετο
επεξεργασία
εμπηκτικός
(
λόγιο
) που
μπήγεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμπηκτικός