Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπαιγμένος η εμπαιγμένη το εμπαιγμένο
      γενική του εμπαιγμένου της εμπαιγμένης του εμπαιγμένου
    αιτιατική τον εμπαιγμένο την εμπαιγμένη το εμπαιγμένο
     κλητική εμπαιγμένε εμπαιγμένη εμπαιγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπαιγμένοι οι εμπαιγμένες τα εμπαιγμένα
      γενική των εμπαιγμένων των εμπαιγμένων των εμπαιγμένων
    αιτιατική τους εμπαιγμένους τις εμπαιγμένες τα εμπαιγμένα
     κλητική εμπαιγμένοι εμπαιγμένες εμπαιγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπαιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εμπαίζω

  Μετοχή επεξεργασία

εμπαιγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία