εμμελής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εμμελής | η | εμμελής | το | εμμελές |
γενική | του | εμμελούς* | της | εμμελούς | του | εμμελούς |
αιτιατική | τον | εμμελή | την | εμμελή | το | εμμελές |
κλητική | εμμελή(ς) | εμμελής | εμμελές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εμμελείς | οι | εμμελείς | τα | εμμελή |
γενική | των | εμμελών | των | εμμελών | των | εμμελών |
αιτιατική | τους | εμμελείς | τις | εμμελείς | τα | εμμελή |
κλητική | εμμελείς | εμμελείς | εμμελή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εμμελής < αρχαία ελληνική ἐμμελής < ἐν + μέλος (μελωδία)
Επίθετο
επεξεργασίαεμμελής, -ής, -ές
- που είναι σύμφωνος με τους νόμους του μέλους
- (μουσική) μελωδικός, εύηχος, με σωστό ήχο
- η εμμελής απαγγελία των Ευαγγελίων στις ακολουθίες