εμμέλεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμμέλεια < αρχαία ελληνική ἐμμέλεια < ἐμμελής < ἐν + μέλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμμέλεια θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εμμέλεια
|
Δείτε επίσης : ἐμμέλεια, Εμμέλεια |
εμμέλεια θηλυκό
|