ἐμμέλεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐμμέλειᾰ | αἱ | ἐμμέλειαι |
γενική | τῆς | ἐμμελείᾱς | τῶν | ἐμμελειῶν |
δοτική | τῇ | ἐμμελείᾳ | ταῖς | ἐμμελείαις |
αιτιατική | τὴν | ἐμμέλειᾰν | τὰς | ἐμμελείᾱς |
κλητική ὦ! | ἐμμέλειᾰ | ἐμμέλειαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐμμελείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐμμελείαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἐμμέλεια, -ας θηλυκό
- (μουσική) αρμονία στη μουσική ή στην εκφορά του λόγου
- χάρη, συμμετρία, αρμονία
- (θέατρο) είδος χορικού στις αρχαίες τραγωδίες
Πηγές
επεξεργασία- ἐμμέλεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐμμέλεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.