Δείτε επίσης: εμμέλεια

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐμμέλει αἱ ἐμμέλειαι
      γενική τῆς ἐμμελείᾱς τῶν ἐμμελειῶν
      δοτική τῇ ἐμμελεί ταῖς ἐμμελείαις
    αιτιατική τὴν ἐμμέλειᾰν τὰς ἐμμελείᾱς
     κλητική ! ἐμμέλει ἐμμέλειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐμμελεί
γεν-δοτ τοῖν  ἐμμελείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐμμέλεια < ἐμμελής, ἐμμελεσ- + -εια < → δείτε  ἐμ- (ἐν) + μέλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐμμέλεια, -ας θηλυκό

  1. (μουσική) αρμονία στη μουσική ή στην εκφορά του λόγου
  2. χάρη, συμμετρία, αρμονία
  3. (θέατρο) είδος χορικού στις αρχαίες τραγωδίες

  Πηγές επεξεργασία