↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμβαπτιζόμενος η εμβαπτιζόμενη το εμβαπτιζόμενο
      γενική του εμβαπτιζόμενου της εμβαπτιζόμενης του εμβαπτιζόμενου
    αιτιατική τον εμβαπτιζόμενο την εμβαπτιζόμενη το εμβαπτιζόμενο
     κλητική εμβαπτιζόμενε εμβαπτιζόμενη εμβαπτιζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμβαπτιζόμενοι οι εμβαπτιζόμενες τα εμβαπτιζόμενα
      γενική των εμβαπτιζόμενων των εμβαπτιζόμενων των εμβαπτιζόμενων
    αιτιατική τους εμβαπτιζόμενους τις εμβαπτιζόμενες τα εμβαπτιζόμενα
     κλητική εμβαπτιζόμενοι εμβαπτιζόμενες εμβαπτιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμβαπτιζόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα εμβαπτίζομαι

εμβαπτιζόμενος, -η, -ο

  1. που εμβαπτίζεται, καθώς εμβαπτίζεται, που λειτουργεί ή αλλάζει κατι επάνω του όταν εμβαπτίζεται, όταν εισάγεται σε υγρό περιβάλλον
    εμβαπτιζόμενο αισθητήριο θερμοκρασίας / εμβαπτιζόμενο στέλεχος προσδιορισμού πυκνότητας / εμβαπτιζόμενη αντλία λυμάτων / εμβαπτιζόμενα φακελάκια (τσαγιού κ.λπ.)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία