εμβαπτιζόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμβαπτιζόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα εμβαπτίζομαι
Μετοχή επεξεργασία
εμβαπτιζόμενος, -η, -ο
- που εμβαπτίζεται, καθώς εμβαπτίζεται, που λειτουργεί ή αλλάζει κατι επάνω του όταν εμβαπτίζεται, όταν εισάγεται σε υγρό περιβάλλον
- εμβαπτιζόμενο αισθητήριο θερμοκρασίας / εμβαπτιζόμενο στέλεχος προσδιορισμού πυκνότητας / εμβαπτιζόμενη αντλία λυμάτων / εμβαπτιζόμενα φακελάκια (τσαγιού κ.λπ.)