Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελεημονικός η ελεημονική το ελεημονικό
      γενική του ελεημονικού της ελεημονικής του ελεημονικού
    αιτιατική τον ελεημονικό την ελεημονική το ελεημονικό
     κλητική ελεημονικέ ελεημονική ελεημονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελεημονικοί οι ελεημονικές τα ελεημονικά
      γενική των ελεημονικών των ελεημονικών των ελεημονικών
    αιτιατική τους ελεημονικούς τις ελεημονικές τα ελεημονικά
     κλητική ελεημονικοί ελεημονικές ελεημονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελεημονικός < ελληνιστική κοινή ἐλεημονικός < αρχαία ελληνική ἐλεήμων

  Επίθετο επεξεργασία

ελεημονικός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία