ελεημονητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ελεημονητικός < ελληνιστική κοινή ἐλεημονητικός < αρχαία ελληνική ἐλεήμων
Επίθετο
επεξεργασία
ελεημονητικός
- (λόγιο) άλλη μορφή του ελεημονικός
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελεημονητικός
|