Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελαφρούτσικος η ελαφρούτσικη το ελαφρούτσικο
      γενική του ελαφρούτσικου της ελαφρούτσικης του ελαφρούτσικου
    αιτιατική τον ελαφρούτσικο την ελαφρούτσικη το ελαφρούτσικο
     κλητική ελαφρούτσικε ελαφρούτσικη ελαφρούτσικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαφρούτσικοι οι ελαφρούτσικες τα ελαφρούτσικα
      γενική των ελαφρούτσικων των ελαφρούτσικων των ελαφρούτσικων
    αιτιατική τους ελαφρούτσικους τις ελαφρούτσικες τα ελαφρούτσικα
     κλητική ελαφρούτσικοι ελαφρούτσικες ελαφρούτσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελαφρούτσικος < ελαφρός + υποκοριστικό επίθημα -ούτσικος

  Επίθετο επεξεργασία

ελαφρούτσικος

  1. (κυριολεκτικά) υποκοριστικό του ελαφρός
  2. (μεταφορικά) ελαφρόμυαλος, ανόητος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία