ελαφρούτσικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελαφρούτσικα < ελαφρούτσικος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
ελαφρούτσικα
- με ελαφρούτσικο τρόπο ή βάρος
- (μεταφορικά) ανόητα, ελαφρόμυαλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελαφρούτσικα
|
ελαφρούτσικα
|