Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελαιόμαυρος η ελαιόμαυρη το ελαιόμαυρο
      γενική του ελαιόμαυρου της ελαιόμαυρης του ελαιόμαυρου
    αιτιατική τον ελαιόμαυρο την ελαιόμαυρη το ελαιόμαυρο
     κλητική ελαιόμαυρε ελαιόμαυρη ελαιόμαυρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαιόμαυροι οι ελαιόμαυρες τα ελαιόμαυρα
      γενική των ελαιόμαυρων των ελαιόμαυρων των ελαιόμαυρων
    αιτιατική τους ελαιόμαυρους τις ελαιόμαυρες τα ελαιόμαυρα
     κλητική ελαιόμαυροι ελαιόμαυρες ελαιόμαυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελαιόμαυρος < ελαιό- + μαύρος

  Επίθετο επεξεργασία

ελαιόμαυρος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία