Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελαιόμαυρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ελαιόμαυρ
ος
η
ελαιόμαυρ
η
το
ελαιόμαυρ
ο
γενική
του
ελαιόμαυρ
ου
της
ελαιόμαυρ
ης
του
ελαιόμαυρ
ου
αιτιατική
τον
ελαιόμαυρ
ο
την
ελαιόμαυρ
η
το
ελαιόμαυρ
ο
κλητική
ελαιόμαυρ
ε
ελαιόμαυρ
η
ελαιόμαυρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ελαιόμαυρ
οι
οι
ελαιόμαυρ
ες
τα
ελαιόμαυρ
α
γενική
των
ελαιόμαυρ
ων
των
ελαιόμαυρ
ων
των
ελαιόμαυρ
ων
αιτιατική
τους
ελαιόμαυρ
ους
τις
ελαιόμαυρ
ες
τα
ελαιόμαυρ
α
κλητική
ελαιόμαυρ
οι
ελαιόμαυρ
ες
ελαιόμαυρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελαιόμαυρος
<
ελαιό-
+
μαύρος
Επίθετο
επεξεργασία
ελαιόμαυρος
που έχει το
μαύρο
χρώμα
της
ελιάς
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ελιά
και
μαύρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελαιόμαυρος