Δείτε επίσης: ἐλαιοκομικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελαιοκομικός η ελαιοκομική το ελαιοκομικό
      γενική του ελαιοκομικού της ελαιοκομικής του ελαιοκομικού
    αιτιατική τον ελαιοκομικό την ελαιοκομική το ελαιοκομικό
     κλητική ελαιοκομικέ ελαιοκομική ελαιοκομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαιοκομικοί οι ελαιοκομικές τα ελαιοκομικά
      γενική των ελαιοκομικών των ελαιοκομικών των ελαιοκομικών
    αιτιατική τους ελαιοκομικούς τις ελαιοκομικές τα ελαιοκομικά
     κλητική ελαιοκομικοί ελαιοκομικές ελαιοκομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελαιοκομικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐλαιοκομικός < ἐλαιοκομία < ἐλαιοκομέω < αρχαία ελληνική ἐλαία + κομέω

  Επίθετο

επεξεργασία

ελαιοκομικός

  1. (γεωπονία) που έχει σχέση με την ελαιοκομία ή αναφέρεται σ' αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη ελαιοκομική: η ελαιοκομία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία