εκχυλισθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εκχυλισθείς & εκχυλισθέντας |
η | εκχυλισθείσα | το | εκχυλισθέν |
γενική | του | εκχυλισθέντος & εκχυλισθέντα |
της | εκχυλισθείσας & εκχυλισθείσης* |
του | εκχυλισθέντος |
αιτιατική | τον | εκχυλισθέντα | την | εκχυλισθείσα | το | εκχυλισθέν |
κλητική | εκχυλισθείς & εκχυλισθέντα |
εκχυλισθείσα | εκχυλισθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εκχυλισθέντες | οι | εκχυλισθείσες | τα | εκχυλισθέντα |
γενική | των | εκχυλισθέντων | των | εκχυλισθεισών | των | εκχυλισθέντων |
αιτιατική | τους | εκχυλισθέντες | τις | εκχυλισθείσες | τα | εκχυλισθέντα |
κλητική | εκχυλισθέντες | εκχυλισθείσες | εκχυλισθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίαεκχυλισθείς
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκχυλισθείς
|