↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκχυλισθείς
εκχυλισθέντας
η εκχυλισθείσα το εκχυλισθέν
      γενική του εκχυλισθέντος
εκχυλισθέντα
της εκχυλισθείσας
εκχυλισθείσης*
του εκχυλισθέντος
    αιτιατική τον εκχυλισθέντα την εκχυλισθείσα το εκχυλισθέν
     κλητική εκχυλισθείς
εκχυλισθέντα
εκχυλισθείσα εκχυλισθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκχυλισθέντες οι εκχυλισθείσες τα εκχυλισθέντα
      γενική των εκχυλισθέντων των εκχυλισθεισών των εκχυλισθέντων
    αιτιατική τους εκχυλισθέντες τις εκχυλισθείσες τα εκχυλισθέντα
     κλητική εκχυλισθέντες εκχυλισθείσες εκχυλισθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

εκχυλισθείς




  Μεταφράσεις

επεξεργασία