εκχυλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκχυλίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκχυλίζω < ἐκ + χυλίζω < χυλός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.çiˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐χυ‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαεκχυλίζω, αόρ.: εκχύλισα, παθ.φωνή: εκχυλίζομαι, π.αόρ.: εκχυλίστηκα, μτχ.π.π.: εκχυλισμένος
- (χημεία, τεχνολογία) εφαρμόζω ή πραγματοποιώ εκχύλιση, παίρνω ένα μείγμα ουσιών μιας πρώτης ύλης με τη χρήση κατάλληλου διαλύτη και υποβάλλοντάς την σε πίεση
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη χυλός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκχυλίζω | εκχύλιζα | θα εκχυλίζω | να εκχυλίζω | εκχυλίζοντας | |
β' ενικ. | εκχυλίζεις | εκχύλιζες | θα εκχυλίζεις | να εκχυλίζεις | εκχύλιζε | |
γ' ενικ. | εκχυλίζει | εκχύλιζε | θα εκχυλίζει | να εκχυλίζει | ||
α' πληθ. | εκχυλίζουμε | εκχυλίζαμε | θα εκχυλίζουμε | να εκχυλίζουμε | ||
β' πληθ. | εκχυλίζετε | εκχυλίζατε | θα εκχυλίζετε | να εκχυλίζετε | εκχυλίζετε | |
γ' πληθ. | εκχυλίζουν(ε) | εκχύλιζαν εκχυλίζαν(ε) |
θα εκχυλίζουν(ε) | να εκχυλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκχύλισα | θα εκχυλίσω | να εκχυλίσω | εκχυλίσει | ||
β' ενικ. | εκχύλισες | θα εκχυλίσεις | να εκχυλίσεις | εκχύλισε | ||
γ' ενικ. | εκχύλισε | θα εκχυλίσει | να εκχυλίσει | |||
α' πληθ. | εκχυλίσαμε | θα εκχυλίσουμε | να εκχυλίσουμε | |||
β' πληθ. | εκχυλίσατε | θα εκχυλίσετε | να εκχυλίσετε | εκχυλίστε | ||
γ' πληθ. | εκχύλισαν εκχυλίσαν(ε) |
θα εκχυλίσουν(ε) | να εκχυλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκχυλίσει | είχα εκχυλίσει | θα έχω εκχυλίσει | να έχω εκχυλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκχυλίσει | είχες εκχυλίσει | θα έχεις εκχυλίσει | να έχεις εκχυλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκχυλίσει | είχε εκχυλίσει | θα έχει εκχυλίσει | να έχει εκχυλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκχυλίσει | είχαμε εκχυλίσει | θα έχουμε εκχυλίσει | να έχουμε εκχυλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκχυλίσει | είχατε εκχυλίσει | θα έχετε εκχυλίσει | να έχετε εκχυλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκχυλίσει | είχαν εκχυλίσει | θα έχουν εκχυλίσει | να έχουν εκχυλίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκχυλίζομαι | εκχυλιζόμουν(α) | θα εκχυλίζομαι | να εκχυλίζομαι | ||
β' ενικ. | εκχυλίζεσαι | εκχυλιζόσουν(α) | θα εκχυλίζεσαι | να εκχυλίζεσαι | ||
γ' ενικ. | εκχυλίζεται | εκχυλιζόταν(ε) | θα εκχυλίζεται | να εκχυλίζεται | ||
α' πληθ. | εκχυλιζόμαστε | εκχυλιζόμαστε εκχυλιζόμασταν |
θα εκχυλιζόμαστε | να εκχυλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκχυλίζεστε | εκχυλιζόσαστε εκχυλιζόσασταν |
θα εκχυλίζεστε | να εκχυλίζεστε | (εκχυλίζεστε) | |
γ' πληθ. | εκχυλίζονται | εκχυλίζονταν εκχυλιζόντουσαν |
θα εκχυλίζονται | να εκχυλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκχυλίστηκα | θα εκχυλιστώ | να εκχυλιστώ | εκχυλιστεί | ||
β' ενικ. | εκχυλίστηκες | θα εκχυλιστείς | να εκχυλιστείς | εκχυλίσου | ||
γ' ενικ. | εκχυλίστηκε | θα εκχυλιστεί | να εκχυλιστεί | |||
α' πληθ. | εκχυλιστήκαμε | θα εκχυλιστούμε | να εκχυλιστούμε | |||
β' πληθ. | εκχυλιστήκατε | θα εκχυλιστείτε | να εκχυλιστείτε | εκχυλιστείτε | ||
γ' πληθ. | εκχυλίστηκαν εκχυλιστήκαν(ε) |
θα εκχυλιστούν(ε) | να εκχυλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκχυλιστεί | είχα εκχυλιστεί | θα έχω εκχυλιστεί | να έχω εκχυλιστεί | εκχυλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκχυλιστεί | είχες εκχυλιστεί | θα έχεις εκχυλιστεί | να έχεις εκχυλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκχυλιστεί | είχε εκχυλιστεί | θα έχει εκχυλιστεί | να έχει εκχυλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκχυλιστεί | είχαμε εκχυλιστεί | θα έχουμε εκχυλιστεί | να έχουμε εκχυλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκχυλιστεί | είχατε εκχυλιστεί | θα έχετε εκχυλιστεί | να έχετε εκχυλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκχυλιστεί | είχαν εκχυλιστεί | θα έχουν εκχυλιστεί | να έχουν εκχυλιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκχυλισμένος - είμαστε, είστε, είναι εκχυλισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκχυλισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκχυλισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκχυλισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκχυλισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκχυλισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκχυλισμένοι |