Δείτε επίσης: ἐκχυλίζω

Ετυμολογία

επεξεργασία

εκχυλίζω, αόρ.: εκχύλισα, παθ.φωνή: εκχυλίζομαι, π.αόρ.: εκχυλίστηκα, μτχ.π.π.: εκχυλισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη χυλός

Μεταφράσεις

επεξεργασία