Δείτε επίσης: ἐκχυλίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκχυλίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκχυλίζω < ἐκ + χυλίζω < χυλός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ek.çiˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐χυ‐λί‐ζω

εκχυλίζω, αόρ.: εκχύλισα, παθ.φωνή: εκχυλίζομαι, π.αόρ.: εκχυλίστηκα, μτχ.π.π.: εκχυλισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χυλός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία